Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Λαϊκισμός, πατριδοκαπηλία και πολιτική ---της Άννας Φραγκουδάκη

Φαινόμενο κοινό σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι η βαθιά πολιτική κρίση. Τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν πλέον την εμπιστοσύνη και έχουν χάσει υψηλότατα ποσοστά από τους παραδοσιακούς τους ψηφοφόρους. Και δίπλα, παράπλευρη απώλεια της δημοκρατίας είναι η άνοδος ακροδεξιών μορφωμάτων στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, με την πολιτική κρίση να παίρνει τη μορφή αμφισβήτησης των θεσμών και του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Η βαθιά πολιτική κρίση ευνοεί την κυριαρχία ακραίου λαϊκισμού, που ιδίως στην Ελλάδα μετατρέπει την πολιτική σε αδιέξοδο. Είναι πρωτεύουσα ανάγκη να ανατραπεί αυτή η ισορροπία που επιτρέπει στον λαϊκισμό να κυριαρχεί απ' άκρη σ' άκρη, ενώ τα πολιτικά κόμματα γενικά δείχνουν να μη μαθαίνουν από την εμπειρία. Μια μικρή ελπίδα είναι η προσπάθεια ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς με την πρωτοβουλία των 58. Δεν ξέρω τι θα προκύψει, ούτε αν υπάρχει δυνατότητα να διαμορφωθεί κεντροαριστερά. Υπάρχει όμως κάτι πολύ σημαντικό, το τεράστιο αίτημα της κοινωνίας των πολιτών, όπως έδειξε το απρόσμενα μεγάλο πλήθος στην πρώτη δημόσια εκδήλωση αυτής της πρωτοβουλίας στις 9/12.



Ο λαϊκισμός

Ο λαϊκιστικός λόγος εκπέμπει μηνύματα αξιολογικά και αφοριστικά, σε μια διχοτομική λογική αντιπαράθεσης του καλού με το κακό. Χρησιμοποιεί συστηματικά τις απλουστεύσεις και τη γενίκευση. Δεν απευθύνεται στη λογική και την κρίση των πολιτών αλλά στα συναισθήματα και μεταθέτει όλα τα ζητήματα της πολιτικής στο πεδίο της ηθικής.

Μην απευθυνόμενος στη λογική και την κρίση των πολιτών και μην έχοντας στόχο να πείσει, δεν ασκεί πολιτική. Αντικαθιστά την πολιτική κριτική με την ηθική καταγγελία και καλλιεργεί την πατριδοκαπηλία. Έτσι ο λαϊκιστικός λόγος εγκλωβίζει όλο και περισσότερο την ελληνική κοινωνία σε έναν εθνικισμό ανεπίκαιρο, φανατικό και αντιευρωπαϊκό, που διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα και έχει οπαδούς σε όλα τα κόμματα.

Αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο παραφθείρει την εθνική αυτογνωσία, οδηγεί σε ανεπιτυχή διαχείριση των θεμάτων εθνικής πολιτικής στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και γενικότερα. Το πιο επικίνδυνο είναι ότι, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, έχει μεταμφιέσει την πολιτική σύγκρουση για όλα τα διακυβεύματα της εποχής και της ΕΕ, σε αντιπαράθεση για τη «σωτηρία του έθνους».

Ο λαϊκισμός της Αριστεράς



Οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται από το 2010 αποτυχημένα την οικονομική κρίση, εφαρμόζουν αποτυχημένα οδυνηρά μέτρα και αντιμετωπίζουν αποτυχημένα την αλαζονική και ρατσιστική συμπεριφορά των γραφειοκρατών της τρόικας.

Η αντιπολίτευση δεν έχει να προτείνει καμία εναλλακτική πολιτική για τη διαχείριση της κρίσης και των διαπραγματεύσεων, ενώ παράλληλα δεν ασκεί πολιτική. Καλλιεργεί από την αρχή της κρίσης τον αναβρασμό και την ανομία, την κατακραυγή και την αγανάκτηση, και το χειρότερο: συμπλέει η αριστερά με τη δεξιά, στο όνομα του πατριδοκαπηλικού εθνικισμού.

Το κείμενο των 58 αναφέρεται στο ΣύΡιζΑ με τον όρο «νεοκομμουνιστική-εθνολαϊκιστική αριστερά». Δεν ξέρω πόσο «νεο»-κομμουνιστική είναι, καθώς το πρόθημα «νεο» σημαίνει μια καινούρια πρόταση για την οικονομία και την κοινωνία. Και ο ΣύΡιζΑ δεν έχει πρόταση, ούτε παλιά ούτε νέα. Ο δημόσιος λόγος του άλλοτε χρησιμοποιεί κλισέ που παραπέμπουν στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, σαν να ξεχνάει ότι οδήγησε σε συντριβή το σοσιαλιστικό καθεστώς, άλλοτε προβάλλει σοσιαλδημοκρατικές λύσεις διανθισμένες με επαναστατική ρητορεία για να τις εμφανίζει σαν διαφορετικές.

Ο ΣύΡιζΑ αντιφάσκει συστηματικά. Μιλάει δημόσια υπέρ της ΕΕ, ενώ παράλληλα επανειλημμένα καλεί σε αγώνα για την εθνική κυριαρχία, εθνική αξιοπρέπεια, εθνική ανεξαρτησία. Πριν από μερικές εβδομάδες π.χ., 24 Νοεμβρίου, σε εκδήλωση για τον Γοργοπόταμο, ο λόγος του Προέδρου του περιείχε την ακραία λαϊκιστική φράση: «Έχουμε χρέος να ανατινάξουμε τις γέφυρες της εξάρτησης, της υποτέλειας και να στήσουμε με δυσκολία και αγώνα τις γέφυρες της προκοπής, της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, της αξιοπρέπειας σε αυτό τον τόπο».

Ολοφάνερα ρητορεία εξ αντικειμένου αντιευρωπαϊκή, με γιγάντιο το ερώτημα: δηλαδή, τι; Τι προτείνει αυτό το κόμμα;

Η Αριστερά υπάρχει

Είναι σίγουρα πολλοί οι πολίτες που αυτοαναγνωρίζονται αριστεροί, με την παραδοσιακή και ευγενή σημασία του όρου. Αν μπορούσε κανείς να ερευνήσει, ποια είναι η θέση της συντριπτικής πλειονότητας των αριστερών σήμερα, βάσιμα μπορεί να υποθέσει ότι θα διαπίστωνε ευρεία συναίνεση σε μια οικονομική πολιτική λίγο πολύ σοσιαλδημοκρατική, με έμφαση στο κράτος πρόνοιας και το κράτος δικαίου.

Αν αυτό είναι σωστό, έχει μεγάλη σημασία. Αλλιώς, πώς θα ανοίξει ο δρόμος ή έστω πώς θα ξεκινήσει η πολιτική μάχη για μια τέτοια σοσιαλδημοκρατική οικονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Κι εδώ προβάλλει το ερώτημα, τι θα μπορούσε να γίνει με την τομή που υπάρχει ανάμεσα στην ηγεσία της αριστεράς και ιδίως του ΣύΡιζΑ και στο πλήθος όσων σήμερα τον ακολουθούν, ενώ αναγνωρίζουν το αδιέξοδο της απουσίας αντιπολίτευσης με τη μορφή πολιτικής.

Είναι σίγουρα πάρα πολλοί όσοι αριστεροί αναγνωρίζουν την επείγουσα ανάγκη να απεγκλωβιστεί η πολιτική διαμάχη από τη διαίρεση πατριώτες/προδότες, μνημονιακοί προδότες και αντιμνημονιακοί πατριώτες.

Δεν είναι δυνατό όλοι αυτοί οι αριστεροί που ακολουθούν τον ΣύΡιζΑ να μη θεωρούν (ακριβώς ως αριστεροί) απολύτως αθέμιτο η αριστερά, και μάλιστα η ελληνική αριστερά με την ιστορία του εμφυλίου πίσω της, να κατηγορεί τους πολιτικούς της αντιπάλους όχι με πολιτικούς όρους αλλά με την καταφυγή στην «εθνική προδοσία», επικαλούμενη την εθνική κυριαρχία, αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, που αυτόματα παραπέμπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με άλλα λόγια, είναι κατεπείγουσα ανάγκη η αποκατάσταση του πολιτικού λόγου, που απευθύνεται στη λογική και την κρίση των πολιτών, πράγμα που σημαίνει και τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντί τους, του πολιτικού λόγου που δεν επιδιώκει να παρασύρει προσωρινά αλλά να πείσει. Η πολιτική μάχη για αυτή την αποκατάσταση χρειάζεται το σίγουρα ψηλό ποσοστό όσων πρόσκεινται στον ΣύΡιζΑ αλλά βλέπουν το βάραθρο που ανοίγει ο λαϊκισμός και η εξ αντικειμένου αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα για την εθνική κυριαρχία κτλ., μαζί με την απουσία πολιτικού σχεδίου σε όλα τα πεδία, με πρώτο την οικονομία.

*Η Άννα Φραγκουδάκη είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

από το http://www.protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου